ὀξύλαβον

ὀξύλαβον
ὀξύλαβος
masc/fem acc sg
ὀξύλαβος
neut nom/voc/acc sg
ὀξύλαβος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξυλάβος — ὀξυλάβος και ὀξύλαβος, ον (Μ) 1. οξυλαβής* 2. το ουδ. ως ουσ. τo οξύλαβον είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάβος (< λαμβάνω). Το β συνθετικό λάβος εμφανίζεται σε ουσ. με τη σημ. «εργαλείο» (πρβλ. αστρο λάβος, λιθο λάβος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • οξυλαβίδιον — ὀξυλαβίδιον, τὸ (Α) [οξύλαβον] μικρή σε μέγεθος πυράγρα, μικρή τσιμπίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”